μελισσόβοτος

μελισσόβοτος
μελισσό-βοτος, ον,
A fed on by bees, AP9.523, D.P.327.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • μελισσόβοτον — μελισσόβοτος fed on by bees masc/fem acc sg μελισσόβοτος fed on by bees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσοβότοιο — μελισσόβοτος fed on by bees masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσοβότου — μελισσόβοτος fed on by bees masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσοβότῳ — μελισσόβοτος fed on by bees masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”